Ξύπνησα λίγο στραβωμένη σήμερα. Όχι λίγο. Πολύ! Έτσι απλά χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Υπάρχουν μέρες που ξυπνάω με κάποιο εφιάλτη. Το καλό με τους εφιάλτες είναι ότι δεν υφίστανται ως πραγματικά γεγονότα. Το κακό είναι ότι το μυαλό και κατ’επέκταση το σώμα τους βιώνει ως πραγματικά γεγονότα. Με όλες τις συεπακόλουθες συνέπειες. Υπάρχουν μέρες που ξυπνάω με μερικούς ή και με έναν. Οπότε δικαιολογώ στον εαυτό μου την κακή διάθεση το πρωί και λίγο χρόνο να επανέλθει.
Σήμερα τίποτα δεν είχε συμβεί. Κανένας εφιάλτης και κανένα πραγματικό γεγονός. Τίποτα δεν μπορούσα να σκεφτώ που να με έχει ενοχλήσει, αγχώσει ή πικράνει. Κι όμως. Είχα ένα κόμπο στο λαιμό, ένα τούβλο στο στήθος, βαρίδια στα πόδια και ένα στράβωμα στο πρόσωπο. Έχετε παρατηρήσει πόσο αλλάζει το πρόσωπό μας όταν δεν είμαστε καλά; Ασχημαίνει. Και το ίδιο αυτό πρόσωπο, χωρίς καμιά επέμβαση φαίνεται τόσο όμορφο και λαμπερό όταν είμαστε ευδιάθετοι.
Σύρθηκα σχεδόν κυριολεκτικά στην κουζίνα για να φτιάξω ένα τσάι. Έβαλα στην τηλεόραση τα πρωινά ενημερωτικά και άνοιξα laptop σε ειδησεογραφικά site. Και facebook. Και τα αναφέρω απλά για να μην δουλευόμαστε μεταξύ μας. Το επίπεδο της κουλτούρας μου δεν έχει δεήσει να φτάσει στο να κόψω την τηλεόραση ή τα social. Τα κάνω όμως με μέτρο. Χωρίς να προσπαθώ. Γιατί υπάρχουν άλλα πράγματα στη ζωή μου για τα οποία δίνω πολύ προσπάθεια και κόπο για να γίνονται με μέτρο. Συχνά και χωρίς αποτέλεσμα. Το κάπνισμα ας πούμε. Είναι περίεργο ότι ενώ πιστεύω βαθιά στο “Τα αγαθά κόπεις κτώνται” , κάποιες φορές πετυχαίνεις πιο εύκολα εκείνα που σου βγαίνουν αυθόρμητα και φυσικά να τα κάνεις, ενώ αποτυγχάνεις τακτικά σε εκείνα που δίνεις κόπο. Σαν να επιστρέφεις πάλι και πάλι στο ίδιο σημείο. Απογοητευτικό. Πολύ. Τουλάχιστον κάθε επόμενη φορά γνωρίζεις έναν καλύτερο τρόπο να επαναλάβεις τον κύκλο. Και αυξάνεις τις πιθανότητες να βγεις από αυτόν.
Έκλεισα και την τηλεόραση και το Internet μετά από λίγο. Δεν είχα διάθεση. Όταν λέμε στράβωμα, εννοούμε στράβωμα. Και δεν ήθελα να φάω. Μικρό το κακό, θα μου πεις. χρειάζομαι δίαιτα έτσι και αλλιώς. Όχι μία. Πολλές. Παρότι δεν φαίνεται δεν έχω κανένα κόλλημα με την τροφή. Και για να φάω πρέπει να έχω σκεφτεί ότι υπάρχει κάτι που θέλω εκείνη τη στιγμή να το φάω. Αλλιώς κάθομαι και νηστική. Τώρα που είναι και μόδα η διαλλειμματική δίαιτα χτυπάω και κάτι 24ωρα νηστική έτσι αυθόρμητα χωρίς κόπο. Μόνο και μόνο επειδή τίποτα δεν με εντυπωσίασε για να το φάω. Μετά βέβαια φτιάχνει η διάθεσή μου και με εντυπωσιάζουν σερί πίτσες και σουβλάκια.
Βγήκα να περπατήσω μήπως και σώσω λίγο την κατάσταση. Περίπου τέσσερα χιλιόμετρα κόπου αλλά η διάθεση δεν έφτιαχνε. Με ενοχλούσαν όλα. Ειδικά τα αυτοκίνητα στο δρόμο, οι μυρωδιές και όλοι αυτοί οι κυρίως κατηφείς άνθρωποι γύρω μου. Δεν είμαι “κυρίως κατηφής”. Ακόμα και όταν δεν είμαι στα πολύ καλά μου, συνηθίζω να χαμογελώ στους άλλους και να λέω αστεία για να ευθυμήσουμε. Μέσα στην προηγούμενη εβδομάδα με ρώτησε ένας ταξιτζής και ο καρδιολόγος μου τι έχω και είμαι έτσι ευδιάθετη και χαμογελαστή. Γιατί δεν συνηθίζεται. Και τους ξένισε. Εκεί έχουμε φτάσει.
Αφού περπάτησα αρκετά αλλά η ασχήμια στα μούτρα μου παρέμενε, επέστρεψα σπίτι πήρα το Laptop και πήγα στην πλατεία , στο “γραφείο” μου. Καφέ Επήρεια. Υπάρχουν πιο ξακουστά μαγαζιά στην πλατεία όπως το Αερόστατο. Αλλά εδώ και ένα χρόνο έχω επιλέξει το Επήρεια γιατί είναι στη μέσα πλευρά της πλατείς. Δεν περνάει δρόμος και αυτοκίνητα. Έχει ησυχία. Τραπεζάκια έξω σκεπασμένα με τέντα, καλυμμένα με ναύλον πλευρικά προστατευτικά για τον αέρα, σόμπες και μπρίζες για τα laptop. Είπαμε καπνίζω πολύ. Δεν μπαίνω μέσα. Ούτε με χιονιά!
Η Επήρεια εκτός από εμένα έχει μόνιμο θαμώνα τον κ. Χάρη που δουλεύει την επιμέλεια ενός βιβλίου και την Ιωάννα, γνωστή και βραβευμένη συγγραφέα που γράφει το καινούριο της βιβλίο. Θα είμαι περήφανη για αυτό το βιβλίο. Έχει γραφτεί σχεδόν εξ ολοκλήρου δίπλα μου και εγώ πρόσεχα τα πράγματα της Ιωάννας όποτε ήθελε να πάει τουαλέττα. Μια Κυριακή διάβαζα το Βήμα και το τελευταίο βιβλίο της ήταν στο Νο7 των best seller. Της το έδειξα και απλώς χαμογέλασε, σαν να μην πολυκαταλαβαίνει. Η Ιωάννα έχει ανέβει στο επίπεδο κουλτούρας που εγώ δεν έχω. Δεν βλέπει τηλεόραση, δεν έχει social Media, δεν ασχολείται με αριθμούς. Η Ιωάννα είναι δίπλα μου τώρα που σας γράφω. Πήγε πριν λίγο τουαλέττα και παράγγειλε τώρα ένα ριζότο. Μήπως να φάω και εγώ ριζότο;
Είμαι από το μεσημέρι στην πλατεία και νύχτωσε. Και έγινε περίπου ότι γίνεται κάθε μέρα εκτός από το ότι εγώ παρέμενα ότι και αν έκανα στραβωμένη. Η σερβιτόρα, Φιλοθέη τη λένε, με πλησίασε πολλές και με ρώτησε τι έχω. Και μετά άλλαξε η βάρδια και με ρώτησε και ο Αλέξανδρος τι έχω. Δεν έχω απάντηση. Κάποιες φορές δεν είναι που φταίει ότι έχεις κάτι αλλά ίσως που δεν έχεις κάτι. Και κάποιες φορές δεν έχεις ιδέα τι είναι αυτό. Κάθε μέρα ευγνωμονώ κάποιον που δεν ξέρω, αλλά τον ευγνωμονώ που έχω οικογένεια, φίλους, σπίτι, φαγητό και πάνω από όλα ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι με ζεστά σκεπάσματα στο οποίο μπορώ να απλώνομαι χωρίς να ενοχλώ κανέναν. Γιατί πρωτίστως στη ζωή δεν θέλω να ενοχλώ κανέναν.
Και απόψε το βράδυ με ενοχλούν όλοι. Θέλω να διώξω τους πάντες από την πλατεία. Κυρίως έναν κύριο που κάθεται δυο τραπέζια πιο πέρα και μιλάει με τόσο στόμφο και τόσο δυνατά ώστε να ακούσουν όλοι στην πλατεία πόσο σπουδαίος είναι που ηχογραφεί σε στούντιο τραγούδια επώνυμων τραγουδιστών. Ο συνομιλητής του απλώς δεν είναι συνομιλητής. Γιατί επί μια ώρα και παραπάνω δεν μιλάει. Μόνο δίνει κόπο να τον ακούσει και ακόμα πιο πολύ να τον καταλάβει γιατί μιλάει τόσο δυνατά και τοσο γρήγορα που δεν γίνεται. Στραβώνω και άλλο. Παραγγέλνει πίτσα. Δεν θα φάω πίτσα απόψε.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής στην πλατεία πέρασαν όλοι οι γνωστοί άγνωστοι. Τα παιδιά από κάποιο Ίδρυμα που πουλάνε ημερολόγια, η κυρία με το βιολί, ο κύριος που πουλάει στυλό αλλά δεν με πλησιάζει πια γιατί έχω αγοράσει δέκα, το παλικάρι που γράφει στο Laptop με το μωρό στην αγκαλιά, η κοπέλα με το γαλάζιο παλτό που έρχεται κάθε μέρα με άλλη παρέα, η συντροφιά κάποιων συνταξιούχων. Και τώρα προς το τέλος πέρασε και η “τρελή” κυρία που ταϊζει τις γάτες. Πασίγνωστη στη γειτονιά. Πολύ μεγάλη σε ηλικία, δεν έχει τα μισά της δόντια, λευκά μαλλιά, ντυμένη με παλιά, τριμμένα ρούχα.
Στο Επήρεια για κάποιο λόγο συχνάζουν εκτός από πολλές καλλιτεχνικές φύσεις (θα σας το αναπτύξω επόμενη φορά αυτό) και γάτες. Κοιμούνται στα μαξιλάρια των καθισμάτων. Πρέπει να τις διώξεις για να κάτσεις. Πρέπει να είσαι φιλόζωος για να κάτσεις και να μην σιχαίνεσαι τη φύση. Επίσης κάποιες φορές ενώ τις σηκώνεις για να κάτσεις, διεκδικούν τη θέση τους και επανέρχονται. Ανεβαίνουν πάνω σου.
Πέρασε η κυρία ( και όχι γιαγιά) με τα λευκά μαλλια΄, τα λίγα δόντια και τα τριμμένα ρούχα και απόψε. Όπως κάθε μέρα. Μερικές φορές 3 φορές τη μέρα. Καταλαβαίνω ότι έρχεται γιατί οι γάτες φεύγουν και πάνε προς τα κάπου. Προς το μέρος της. Ακούω τη φωνή της από μακριά και τη γνωρίζω. “Γλυκούλα, Αλεπουδέλι, Μαυρούλα!!! Ελάτε!!! Ήρθε η μαμά!” Φώναζε τις γάτες την καθεμία με το όνομα που της έχει δώσει. Δίπλα από το τραπέζι μου σε απόσταση αναπνοής υπάρχει παγκάκι του δήμου. Έρχεται και κάθεται και απλώνει τρία τάπερ. Ζυμαρικά με κόκκινη σάλτσα, κεφτέδες και κάτι που πρέπει να ήταν ξηρή τροφή για γάτες. Έρχονται όλες και εκείνη συνεχίζει και τους λέει γλυκόλογα όσο τρώνε. Γυρίζω και την κοιτάζω πρώτη φορά στα μάτια και της απευθύνομαι. Δεν έχει σημασία τι είπα. Σημασία έχει ότι 1-2 χρόνια μετά που την ξέρω, και ίσως με ξέρει και εκείνη βρήκα το θάρρος να της απευθυνθώ. Μου απάντησε γλυκά και καλόβολα. Ευγενικά. Ανθρώπινα. Δεν ήταν πια μια παράξενη κυρία. Μετά γύρισα στο laptop μου. Λίγα λεπτά μετά την ακούω δίπλα μου να λέει απευθυμόμενη στις γάτες “Σήμερα η μαμά δεν έχει ντυθεί καλά. Είναι ντυμένη χάλια. Αλλά δεν ήθελε η μαμά να ντυθεί χάλια. Απλώς δεν είχε τι άλλο να βάλει.” Και άρχισε να κλαίει. Την κοίταξα πάλι, στο σώμα αυτή τη φορά. Δεν το είχα κάνει πριν. Διαπίστωσα ότι κάτω από τη φούστα τα πόδια της ήταν γυμνά παρότι φορούσε μπότες. Τίποτα δεν είπα. Τίποτα δεν έκανα. Και να σου πω και κάτι, δεν θυμάμαι και τι σκέφτηκα. Ή ίσως θυμάμαι. Σκέφτηκα να μην φάω.
Πέρασε και άλλο η ώρα και ήρθε δίπλα μου ένα ζευγάρι. Μιλούσαν για διάφορα. Εκείνος λίγο πιο έντονα. Παρήγγειλαν σαλάτα και ψητό. Αυτός για κάποιο πλάνο μιλούσε. Κάτι σχεδίαζαν ή σχεδίαζε. “Και αν στραβώσει; ” του λέει εκείνη. “Και αν στραβώσει , στράβωσε. Δεν θα είναι για πάντα έτσι. Θα το φτιάξουμε”. Και τότε σκέφτηκα ότι ίσως η σαλάτα και το ψητό θα ήταν μια καλή επιλογή για απόψε.
Έχω αρχίσει να ξεστραβώνω λίγο. Έχω πιει και δυο κονιάκ. Μιλάω με πολύ πολύ στενούς φίλους για το αν θα κάνουμε κάτι στα γενέθλια μου την Παρασκευή. (Ναι έρχονται και αυτά. Όχι δεν μελαγχολώ, θέλω να τα γιορτάσω). Ανοίγω και διαβάζω ένα βιβλίο που μιλάει για τις καθημερινές χαρες της ζωής. Μου φαίνεται παιδικό. Πληρώνω και σηκώνομαι να φύγω. Θέλω τσιγάρα. Περνάω από τη Γεωργία (μπακάλικο) και είναι κλειστή. Περνάω από το Σταύρο (μπακάλικο) κλειστός. Πρέπει να βγω στον κεντρικό. Ξαναστραβώνω. Αλλά σκέφτομαι πως δεν θα είναι για πάντα έτσι. Και πως θα το φτιάξουμε. Περνάω δίπλα από το σουσάδικο, την πιτσαρία, την irish Pub, το μαγαζί με τα bao buns και ακόμα δεν ξέρω τι και κατά συνέπεια αν , θέλω να φάω. Θυμάμαι και την κυρία χωρίς κάλτσες που έχει τρία τάπερ για τις γάτες. Και ξαφνικά σκέφτομαι πως είναι μεγάλη πολυτέλεια και ευτυχία να μην τρως μέχρι να βρεις τι θέλεις να φας. Έτσι απλά γιατί στράβωσες.
Μπήκα σπίτι, έβαλα πυτζάμες (γιατί είμαι ψυχαναγκαστική και πρέπει να αλλάξω αμέσως μόλις μπω σπίτι), το laptop να φορτίσει, ένα κονιάκ ακόμα και να τελειώσω ότι σας γράφω. Αισθάνομαι λίγο καλύτερα. Γιατί είναι οκ να είμαι στραβωμένη και να το διορθώσω αύριο και γιατί είμαι τυχερή αρκετά ώστε να μένω νηστική ενώ μπορώ να φάω τα πάντα. Θα μου πεις δυο μέρες πριν κλείσεις τα 42 από εκεί ξεκινάς;; Όχι. Αλλά ίσως από εκεί πρέπει να συνεχισω…
Good night, good fight