ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΠΑΣΧΑ

Έτσι αρχίζουν όλα τα παραμύθια. Με το “Μια φορά και …”. Ακολουθεί το “έναν καιρό” . Προσδιορίζω ,λοιπόν, τον “καιρό” και είναι Πάσχα. Μια φορά και ένα Πάσχα. Του… “σωτήριου” έτους 2022.

Η αλήθεια είναι πως είχαμε να κάνουμε κανονικό Πάσχα, όπως οι περισσότεροι Έλληνες και όχι μόνο, το εννοούμε, τρία χρόνια. Το πρώτο “ελεύθερο” Πάσχα μετά από τρία χρόνια. Φορτώσαμε το Πεζούλι μου μέχρι πάνω και ξεκινήσαμε για Αίγιο. Ξανά. Όταν ήμουν νεότερη, ήθελα και περνούσα κάποια Πάσχα ή και άλλες γιορτές αλλού. Σε άλλα μέρη, με άλλες παρέες. Όσο γερνάω αεί διδασκόμενη (μένοντας πάντα νέα) νιώθω πως ο πιο όμορφος τόπος , ειδικά για γιορτινές μέρες, είναι εκεί που βρίσκονται αυτοί που αγαπάς περισσότερο.

Να στο πω και αλλιώς. Αυτοί που αγαπάμε πιο πολύ είναι ο τόπος μας! Οι άνθρωποι την κάνουν τη γη! Όχι η γη τους ανθρώπους. Εκείνοι είναι το μέρος μας. Η πατρίδα μας. Οι άνθρωποι μας είναι η πατρίδα μας. Η μεγάλη. (Για τις Μικρές μας Πατρίδες έχω αρθρογραφήσει στο παρελθόν).

Μ. Πέμπτη ξεκινήσαμε αργά, γιατί παρακολουθούσα όλη μέρα το Google maps και έδειχνε κίνηση στην Καβάλας μέχρι τη Μάνδρα. Δεν την γλιτώσαμε ποτέ αυτή την κίνηση. Και ας φύγαμε αργά. Απλώς τη συναντήσαμε μετά τη Μάνδρα και μέχρι τα τούνελ. Δεν ήταν κίνηση! Ήταν η ανεξάντλητη λαχτάρα των κατοίκων του λεκανοπεδίου να φύγουν! Να γευτούν το Πάσχα όπως το ξέρουν ,το επιθυμούν, το ονειρεύονται. Δεν ήταν έξοδος. Ήταν φυγή!!!

Φτάσαμε νύχτα. Τα είπαμε λίγο με τους γονείς και κοιμηθήκαμε.

Όχι, δεν ανήκω σε εκείνους που κοιμούνται πιο καλά στο μέρος που μεγάλωσαν. Άλλωστε το σπίτι των γονιών μου δεν είναι το σπίτι που μεγάλωσα. Έχουν μετακομίσει. Αλλά και να ήταν, πάλι στις 6 το πρωί θα ξυπνούσα. Όπως και ξύπνησα. Οι εφιάλτες δεν λογαριάζουν τόπους. Σε βρίσκουν παντού.

Άνοιξα την μπαλκονόπορτα, έφτιαξα στα κρυφά καφέ μην ξυπνήσω τους υπόλοιπους και βγήκα μπαλκόνι για τσιγάρο. Θυμίστε μου να το κόψω. Η μέρα ακολούθησε με ψώνια για δώρα τελευταίας στιγμής. Καφεδάκι στο κέντρο της πόλης. Χαμός παντού! Χρόνια είχα να δω το Αίγιο με τόσο κόσμο! Σαν διαδήλωση ήταν! Πρόσωπα γνωστά, πρόσωπα χαρωπά! Διάθεση θετική!

Αμφιταλαντεύτηκα για το αν θα πάω στην εκκλησία. Όταν ήμουν μικρή η εκκλησία ήταν μια ταλαιπωρία τις περισσότερς φορές. Γιατί έπρεπε να στέκομαι όρθια και ακούνητη, να μυρίζω μυρώδιες από λιβάνι μέχρι ιδρώτα, να με σπρώχνουν όταν θέλω να προσκυνήσω, να με βιάζουν όταν θέλω να προσευχηθώ, να με ταράζουν όταν πασχίζω να ηρεμήσω. Γενικά με την εκκλησία δεν τα έχω καλά. Ποτέ δεν τα είχα. Ορθοστασία, ταλαιπωρία, σπρωξίδι. Καταπάτηση κάθε μυσταγωγίας, κάθε θείου συναισθήματος. Προσβολή της προσωπικότητας και εξευτελισμός. Ναι, έτσι ένιωθα παιδί.

Κάποιες φορές, όταν ήμουν πρόσκοπος, πήγαινα φύλακας στον Επιτάφιο. Ξέρετε, αυτά τα προσκοπάκια που ανοίγουν και κλείνουν το δρόμο με τα κοντάρια τους για να περάσεις να προσκυνήσεις. Και τότε με πονούσε η μέση μου (έχω θέμα φυσιολογίας από παιδί). Αλλά τουλάχιστον τότε δεν με σπρώχνανε και για κάποιο ασύλληπτο λόγο “φοβόντουσαν” τη στολή μου και σεβόντουσαν το “Κλείσιμο” της Πύλης με το κοντάρι μου.

Αμφιταλαντεύτηκα για να πάω στην εκκλησία. Αντιπαθώ τις μεγάλες εκκλησίες στις μεγάλες γιορτές. Δεν υπάρχει αγάπη, πίστη και σεβασμός. Υπάρχει όχλος, πλήθος, απέραντο “Εγώ! Σας είπα ότι οι γονείς μου μετακόμισαν τα τελευταία χρόνια. Στο Αίγιο πήγα 2 χρονών (δεν είναι η καταγωγή μας από εκεί) και εγκαταστάθηκα στην κεντρική οδό της πόλης (Μητροπόλεως) απέναντι από τη Μητρόπολη, έργο του Τσίλερ (για τους γνώστες). Μια πολύ μεγάλη πανέμορφη εκκλησία.

Αμφιταλαντεύτηκα για να πάω στη Μητρόπολη. Που αντίκρυζα κάθε πρωί για 16 χρόνια. Αλλά αγαπώ τα Εγκώμια. Και παρόλες τις δυσκολίες , έχω καταφέρει μερικές Μ. Παρασκευές ως παιδί να βρω καρέκλα και να κάτσω σαν άνθρωπος να τα διαβάσω στο βιβλιαράκι που μου είχε δώσει η γιαγιά μου. Να τα καταλάβω. Να τα απολαύσω. Το καλό με τη Μητροπολη είναι ότι στις μεγάλες γιορτές βιώνεις μια υπερπαραγωγή. Θα σας εξηγήσω παρακάτω.

Πήγα στην εκκλησία ενώ είχαν αρχίσει. Ο κόσμος ήταν πιο πολύς από όσο μπορώ να θυμηθώ σε όλη μου τη ζωή. Στήθηκα στην ουρά να προσκυήσω τον Επιτάφιο. Δεν την έκοβαν Πρόσκοποι πια, αλλά κάποιοι με πολιτικά, μάλλον “παράγοντες” της εκκλησίας. Φορούσα μάσκα. Μου είπαν στο αυτί να τη βγάλω πριν προσκυνήσω. Και εκείνη την ώρα εκτός που ανέβασα πίεση, θυμήθηκα πάλι γιατί δεν θέλω τις μεγάλες εκκλησίες. Γιατί μαζεύουν “μύγες” αντί για “μέλισσες”. Μου ήρθε να του πω “Σάλτα και …ησου” αλλά διατήρησα την ψυχραιμία μου. Και φυσικά τη μάσκα στο πρόσωπό μου.

Βγήκα στο πλάι και συναντησα τη μαμά, την αδερφή, τη νύφη και τους έρωτές μου, Αγγελίνα και Δημήτρη, τα ανίψια μου. Είχαν λίγο χώρο να σταθούμε. Φορούσα τακούνια, και ήδη με ενοχλούσαν από την ορθοστασία. Όπως πάντα άλλωστε. Τα Εγκώμια συνέχιζαν να παίζουν και στη Μητρόπολη τραγουδάνε πάντα οι καλύτερες φωνές ώστε να βιώσεις τη μελωδία τους.

Από όταν ήμουν παιδί, από πάντα δηλαδή, όταν τραγουδάνε “Έραναν τον Τάφο…” πέφτουν εκατοντάδες πέταλα λουλουδιών από τα παράθυρα της οροφής του ναού μέσα στο χώρο. Από παιδί αυτό με εντυπωσίαζε και προσπαθούσα να τα πιάσω. Σαν να ήταν κάτι μαγικό. Ήταν το μόνο που έδινε δύναμη να υποστώ το κατά τα άλλα μαρτυριο που βίωνα.

Έτσι έγινε και φέτος. Άρχισαν να πέφτουν εκατοντάδες λουλούδια από όλα τα πάράθυρα και να σκορπίζονται μέσα στο ναό. Η Αγγελίνα και ο Δημητράκης (ετών 5,5 και 3,5) άπλωναν τα χεράκια τους για να τα πιάσουν. Και λύγισα. Ήταν και αυτά όρθια τόση ώρα, μέσα στον πανικό, να τα σπρώχνουν και εκείνα κοιτούσαν ψηλά πολύ ψηλά στην οροφή από όπου ερχόντουσαν τα πέταλα. Και χαμογέλασαν για πρώτη φορά από την ώρα που μπήκαν μέσα. Ένιωσαν ευτυχία που έπιασαν κάποια και τα φύλαξαν στην τσέπη του παλτού τους. Έτσι κάναμε και εμείς.

Μήπως έτσι δεν είναι και η ζωή; Σε ποδοπατάνε και εσύ συνεχίζεις να κοιτάς ψηλά για τα ροδοπέταλα….

Στην αρχή απλώς συγκινήθηκα, αλλά μετά πόνεσα. Δεν ξέρω αν ως εδώ καταλαβαίνεις γιατί. Σου έχω παρακάτω. Πόνεσα ναι. Και έτρεχαν τα δάκρυα ποτάμι. Και είχα κάνει και μακιγιάζ smokey eye. Γύρισα την πλάτη ξαφνικά σε όλους και έφυγα. Δεν ήταν έξοδος. Ήταν φυγή!!

Διέσχισα την πλατεία της εκκλησίας και τον κεντρικό δρόμο , την Μητροπόλεως, και πήγα ακριβώς απέναντι στην είσοδο της πολυκατοικίας που μεγάλωσα. Είναι κατασχεμένη από την τράπεζα γιατί χρωστούσαν οι ιδιοκτήτες χωρίς ποτέ να ενημερώσουν τους ενοικιαστές, που ευλαβικά πλήρωναν τα ενοίκια. Οι γονείς μου ας πούμε. Βρεθήκαν ξαφνικά χωρίς σπίτι και ποτέ δεν ακούστηκε μια συγγνώμη! Έτσι ξαφνικά μετακόμισαν οι γονείς μου από εκεί.

Η γνωστή γυάλινη πόρτα της εισόδου του σπιτιού που μεγάλωσα ήταν κλειδωμένη. Καφέ από τη σκόνη και διάφορα παρατημένα πράγματα μέσα. Έβγαλα αντισηπτικά μαντηλάκια και καθαρισα τα εξωτερικά σκαλιά. Σε αυτά τα σκαλοπάτια έχω δώσει το πρώτο μου φιλί. Έχω παίξει με τους φίλους του γειτονιάς. Έχω μάθει απλώς να ανεβοκατεβαίνω σκαλοπάτια. Να περπατάω.

Ήρθα για να καθαρίσω το μακιγιάζ μου και ενώ τα μάτια μου δάκρυζαν, ξαφνικά κλαίω. Σε αυτά τα σκαλοπάτια δίναμε ραντεβού κάθε Μ. Παρασκευή όλοι μετά την έξοδο από την εκκλησία για να πάμε στην ακολουθία του Επιτάφιου. Και λύγισα ξανά. Και ξανά. Και όλο έχει γίνει αφόρητο.

Χτυπάει το κινητό μου και είναι η Ράνια. Το σηκώνω. Η Ράνια με είχε πρωτο πλησιάσει στην ίδια εκκλησιά πριν 22 χρόνια και μου είχε μιλήσει. Μου είχε πει ότι είμαστε συμφοιτήτριες, δεν την θυμόμουν τότε, και ότι έρχεται στο Αίγιο για γιορτές. Από τότε γίναμε κολλητές και αδερφές. 22 ολόκληρα χρόνια! Και στη ζωή μου στάθηκε όσο ελάχιστοι. Εκείνη την στιγμή , λοιπόν, που έχω λυγίσει και δεν μαζεύεται ούτε το δάκρυ ούτε η μάσκαρα, παίρνει η Ράνια. Που ήταν στην εκκλησία και σε 2 λεπτά δίπλα μου. Αυτό.

Δεν έχω ιδέα αν υπαρχει σωστή θρησκεία. Για μένα είναι όλες τόσο σωστές μέσα από τα λάθη τους. Τις σέβομαι όλες. Όλες προσπαθούν να απαλύνουν τον πόνο του θανάτου. Και την δική μας. Απλως δεν μπορώ τις μεγάλες εκκλησίες στις μεγάλες γιορτές. Δεν μπορώ να εξαλείψω την υποκρισία. Θέλω ξωκλήσια. Να μπορώ να αναπνέω. Να αγαπώ, να σέβομαι, να πιστεύω. Δεν πιστεύω ότι ο Ιησούς ήταν ο γιος κάποιου Θεού, ούτε πως γεννήθηκε από παρθένα μητέρα. Όχι τουλάχιστον , όπως τα εννοούμε στην κυριολεξία.

Άλλωστε τι είναι θεός; Και ποιος θα ορίσει το παρθένο; Ποιος το άγιο; Και ποιος δεν φοβάται το θάνατο; Τη Μεγάλη Παρασκευή. Ο Ιησούς είναι μια προσωπικότητα που τιμώ πάντα. Και δεν με αφήνουν, από παιδί. 42 χρονών καθαρίζοντας με αντισηπτικό μαντηλάκι τα σκαλιά του σπιτιού που έμαθα τη ζωή, έχοντας πιάσει μερικά ροδοπέταλα για να τα χαρίσω στην επόμενη γενιά και από μηχανής μια φίλη να σταματήσει τους λυγμούς… Μου θυμίζω τυχερό άνθρωπο. Ίσως και ευλογημένο..

Θα συνεχίσω με τις υπόλοιπες μέρες του … παραμυθένιου Πάσχα αύριο…

Good night, good fight

Υ.Γ Η Ράνια δεν έμαθε ποτέ γιατί έκλαιγα, της είπα ότι με πείραξαν οι φακοί. Ξέρεις γιατί; Γιατί κάποιοι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να ελαφραίνουν το φορτίο σου χωρίς να χρειάζεται να γεμίσεις το δικό τους!

More Interesting Posts